- ἐρευγμώδης
- ἐρευγ-μώδης, ες,A v.l. for ἐρευγματώδης, Hp.Vict.2.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρευγμώδεα — ἐρευγμώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐρευγμώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευγμώδεις — ἐρευγμώδης masc/fem acc pl ἐρευγμώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευγματώδης — ἐρευγματώδης, ες και ἐρευγμώδης, ες (Α) [έρευγμα] αυτός που προκαλεί ρέψιμο («κρέα... ἐρευγματώδεα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek